- νοουμένης
- νοέωExcerpta e libris Herodianipres part mp fem gen sg (attic epic)νοόωconvert into pure Intelligencepres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… … Dictionary of Greek
τετραγωνότης — ητος, ἡ, Α [τετράγωνος] το ορθογώνιο σχήμα («τῆς τετραγωνότητος νοουμένης ὅλης», Άντυλ.) … Dictionary of Greek
Σλέγκελ, Αουγκουστ Βίλχελμ φον- — (Schle gel). Γερμανός κριτικός, θεωρητικός και συγγραφέας (1767 1845). Ήταν, μαζί με τον αδελφό του Φρήντριχ, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του πρώτου γερμανικού ρομαντισμού, του οποίο οι οπαδοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την επιθεώρηση… … Dictionary of Greek